- λιόκρουση
- και λιόκριση, η1. η χρονική περίοδος κατά την οποία μόλις δύει η σελήνη ανατέλλει ο ήλιος2. δημώδης ονομασία τής νόσου ίκτερος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λιόκρουση < λιοκρούζομαιο τ. λιόκριση < λιο-(I)* + κρίση].
Dictionary of Greek. 2013.